Τα χρόνια ίσως και να μη πέρασαν τόσο πολύ. Οι εικόνες όμως μιας άθλιας καθημερινότητας της ζωής σ αυτήν την πόλη, ήρθαν να γεράσουν τις μνήμες, μα κυρίως τις ελπίδες. Οι ανάσες κόπασαν, οι σιωπές επανήλθαν, οι φίλοι σκόρπισαν, τα κοινωνικά περιθώρια μεγάλωσαν και τα πραγματικά όρια στένεψαν. Τίποτα ζωντανό σε αυτή τη πόλη, σε κάθε της βόλτα.
Τα φαινόμενα , τον χειμώνα που έρχεται , θα ενταθούν, οι μοναξιές θα επιβαρυνθούν, τα χαμόγελα θα σπανίσουν. Η εξουσία των επιλεγμένων ομάδων, συνεπικουρούμενη από την Δικαιοσύνη της αδράνειας , της αλαζονείας και της στρατευμένης λογικής, έτοιμη να οδηγήσει στην εξαθλίωση ,κάθε είδους , μια ολόκληρη γενιά που υπο άλλες συνθήκες θα είχε έρθει η ώρα της για δημιουργία και προκοπή.
Όχι! Αυτό το μίζερο παιχνίδι της εποχής, δεν θα μείνω ούτε να το παίξω, ούτε να το δω, ούτε να το υποστηρίξω, έστω διαφωνώντας. Και μπορεί αυτός ο ¨τόπος¨ όπου και να πάω να με πληγώνει, όμως δεν θα μείνω εδώ να ματώσω παντελώς μάταια για σκοπιμότητες μιας εξουσίας που αποφάσισε δια βοής και όχι δημοκρατικά, να αφαιμάξει ο, τι απέμεινε από τη γενιά μου. Ούτε φυσικά επιθυμώ να βυθιστώ στην κατάθλιψη αυτής της γενιάς που της έκλεισαν τις πόρτες και την αναγκάζουν να ζήσει μετρίως, απολαμβάνοντας κάθε Σαββατόβραδο και μόνο , μια μπύρα σε στέκια που κάποτε άκμαζαν από το όραμα για ξεσηκωμούς και διεκδικήσεις.
Κάποτε, ένας μεγάλος στη συνείδησή μου επαναστάτης, απογοητευμένος από τον τρόπο που του φέρθηκε η επίσημη αριστερά, μου είχε πει να τα μαζέψω και να φύγω. Το παιχνίδι ήταν πάντοτε στημένο, κι εγώ ένα πιόνι στη σκακιέρα μάταιων αντιδράσεων, ήλπιζα στην αφομοίωση κάθε επαναστατικής σκέψης, με σκοπό την δημιουργία μιας άλλης προσωπικότητας και κατά συνέπεια κοινωνικότητας. Αποτυχία τραγική. Η πρώτη ύλη σκάρτη, η δεύτερη πουλημένη, η τρίτη βολεμένη , η τέταρτη για κλάματα. Ο αριθμητής σωστός, ο παρανομαστής όμως, πέρα ως πέρα λάθος. Αποτέλεσμα μηδενικό.
Χόρτασαν τα μάτια μου από σκοπιμότητα. Σκόπιμες πολιτικές, σκόπιμοι άνθρωποι, σκόπιμες ιδέες, σκόπιμες στιγμές. Ουσία καμία, όνειρα πουθενά, ελπίδα σε ‘ένα επαναλαμβανόμενο εις το διηνεκές αύριο που δεν ήλθε ποτέ και δεν θα ρθει και ποτέ. Γιατί πολύ απλά το αύριο εμείς το δημιουργούμαι, όσο κι αν άλλοι (μας) το αφαιρούν.
Σίγουρα, για πολλά από αυτά θα βρεθεί ο χρόνος να τα συμμαζέψω σε ένα ημερολόγιο στιγμών , για να θυμάμαι όλα αυτά που θέλω να ξεχάσω. Προς το παρόν , τραβώ τη πόρτα και κλείνω. Δεν κλειδώνω για να μπορώ στο νέο ξεκίνημα να την μισανοίγω για να παίρνω μαζί μου μνήμες και ανθρώπους αγαπημένους που θέλουν να έρθουν μαζί μου στο ταξίδι αυτό κοντά σε απλοικά και άδολα πράγματα, όσο δύσκολα κι αν είναι. Για όλα αυτά δεν χρειάζεται να μιλήσω. Αλλωστε, ούτε εγώ τα γνωρίζω. Και μέχρι να τα μάθω, σίγουρα θα περάσει πολύς καιρός. Μέχρι τότε , απλά ελπίζω, να γεράσω μαζί τους και όχι εξαιτίας τους. Α, ελπίζω και σε κάτι ακόμη, να μην είμαι ο τελευταίος που θα κλείσει τη πόρτα. Πόρτες υπάρχουν πολλές. Και είναι όλες μέσα μας. Αρκεί να τις δούμε και να τις ανοίξουμε. Τότε , θα αξίζει και μια ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ.