Το τελευταίο διάστημα διαβάζει κανείς όλο και περισσότερες αναλύσεις και άρθρα σχετικά με τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας και είτε τις δυνατότητες που παρέχει αυτή η ιστορική συγκυρία στη χώρα να ορθοποδήσει, είτε στην πιθανότητα να καταστραφεί θέτοντας ουσιαστικά εαυτήν και με τη βοήθεια των εταίρων εκτός της ζώνης Ευρώ. Περισσεύουν δε τα ευκολονόητα τις περισσότερες φορές σχόλια για το μεταπολιτευτικό τερατούργημα ενός τεράστιου κι αδηφάγου κράτους, λησμονώντας οι περισσότεροι ότι την ίδια αυτή χρονική στιγμή που το πολιτικό σύστημα έχτιζε τα παντός είδους εξουσιαστικά του συμπλέγματα, η ίδια η κοινωνία εγκαταλείποντας στη τύχη της την μετα δικτατορική πολιτκή όσμηση της, ανέβαινε στα τραπέζια του εθνικού (και συχνότατα σοσιαλιστικού ) τσιφτετελιού κι έπινε αμέριμνη τα φρέντο της στις παραλιακές λεωφόρους, πετώντας σε καλάθια προ εκσυγχρονιστικών αχρήστων και αχρείαστων τα φραπέ της εθνικής μεταπολιτευτικής παλιγγενεσίας.
Κι ενώ σίγουρα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι δεν ήταν υποχρεωμένη η κοινωνία να μάχεται εσαεί για την πολιτική και ηθική της ανασυγκρότηση, τουλάχιστον, τώρα, δεν δικαιούται να ρίχνει και τ΄ ανάθεμα σε εκείνους που όχι μόνοι τους και χωρίς την απαιτούμενη κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση , κατήντησαν μια ολόκληρη κοινωνία να μετρά τους οβολούς της φτιασιδωμένης δυτικοπρεπούς, μα πάντα, ψωροκώσταινας.
Μια ακόμη και πρόχειρη μελέτη της ιστορίας όπως γεωγραφικά τουλάχιστον ορίζεται από τα σημερινά όρια της κρατικής ή πιο καλά εθνικής μας οντότητας, θα έσερνε στην επιφάνεια δεκάδες παραδείγματα παρόμοιων οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών, από την αρχαιότητα κιόλας, οπου μια πρωτόγνωρη, για της έως τότε πραγματικότητα, οικονομική κρίση, οδήγησε σε κατ αρχάς χαλάρωση και αρκετές φορές διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, στην διαπόμπευση και αυτό γελοιοποίηση του τότε πολιτικού συστήματος, σε ηθικολογικές και ιδεο λαγνες συζητήσεις , σε τιμωρία των φυσικών αυτουργών –και μόνο αυτών- της κρίσης και της διαχείρισης της.
Όλα αυτά τα ιστορικά παραδείγματα, χρήσιμα πράγματι για τους οικονομικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, σε όλους εμάς που άνευ ειδικής περεταίρω κρίσης ή γνώμης καλούμαστε απλά να αναγνώσουμε τα αίτια της κατάρρευσής μας και την ηρωική μας έξοδο από αυτή με όσο το δυνατόν λιγότερους συμβιβασμούς και απώλειες, μας διδάσκουν ή πιο μετρημένα μας δείχνουν το δρόμο μιας νέας ηθικής πάνω από όλα στάσης, ζητούμενο αλλά και προαπαιτούμενο της κοινωνικής μας ανάταξης και ανασύνθεσης.
Από τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, τον λοιμό που έχει θερίσει της Αθήνα, την ανασυγκρότηση του νεώτερου ελληνικού κράτους , μέχρι τον Εμφύλιο πόλεμο και τον αντιδικτατορικό αγώνα, κοινό σημείο αναφοράς της οικονομικής , πολιτικής και ηθικής κρίσης που έχει ξεσπάσει , είναι το μέσο όρο που άρχεται από την συμμετοχή και φθάνει μέχρι την αντίδραση-αντίσταση της κοινωνίας. Μέσα, δηλαδή, στις φλόγες της παρακμής και της κρίσης, την ίδια στιγμή, μια αποτεφρωμένη στην αρχή και μετά πιο μαζική και παθιασμένη κοινωνική μειοψηφία, εξελισσόμενη ποιοτικά μα και ποσοτικά σε δύναμη κρούσης, έσπερνε στο διάβα της τους καρπούς της αντίστασης και τους ανέμους ενός νέου ρεύματος και οράματος, έστω κι αν τελικά και με το πέρασμα των χρόνων η ίδια αυτή κοινωνική τάση αποκτούσε εξουσιαστικά συμπλέγματα, γινόταν κατεστημένο και γερνούσε σε συστημικούς θώκους. (χαρακτηριστικό παράδειγμα η γενιά του Πολυτεχνείου και του αντιδικτατορικού αγώνα, που με το πέρασμα των δεκαετιών και την κατάληψη της εξουσίας απώλεσε τον κινηματικό χαρακτήρα της και το επαναστατικό πνεύμα της και δημιούργησε το σημερινό μετα ¨δημοκρατικό¨ τερατούργημα.)
Η κοινωνική αυτή διαδικασία εξέλιξης μιας αρχικά κοινωνικής μειοψηφίας με ποιοτικά και ποσοτικά στη πορεία χαρακτηριστικά, έχει στην λειτουργία της ως θεμελιώδη αξία και εφαρμογή την συμμετοχή, την αυτοθέσμιση και την αυτό οργάνωσή της. Μακριά δηλαδή από θεσμικές έξωθεν αλλοιώσεις, συστημικές πολιτικές θωπεύσεις , εξουσιομανείς καπηλεύσεις και λοιπούς εξωγενείς παράγοντες και αλλοιώσεις, θεμελιώνοντας με τον δικό της τρόπο και με αυτό - λειτουργικά κριτήρια την κοινωνική της υπόσταση, έχτισε είτε μεθοδικά είτε αυθόρμητα μια νέα τάξη με αυτόφωτη ηθική και κοινωνική παρουσία. Ετσι, ώστε από θεωρητική μειοψηφία της απλής διαμαρτυρίας , να μετεξελιχθεί μόνη της σε αντιστασιακή και δημιουργική μαζική δύναμη, που έσυρε ολόκληρη την κοινωνιά μακρυά από την κρίση, έστω κι αν μετά (κι αυτό αποτελεί μια άλλη συζήτηση σχετικά με το σύνδρομο της εξουσίας), την ξανα οδήγησε εκεί , υπακούοντας , λες, σε ιστορικές νομοτέλειες .
Ολη αυτή η δύσκολη στη παρακολούθηση συζήτηση, σκοπό έχει να διερευνήσει την δυναμική της πρωτοβάθμιας, αρχικά, οργάνωσης της κοινωνικής αντίστασης και πάλης, της συμμετοχής ανθρώπων που για χρόνια αλόγιστα διέρρεαν σε εγωκεντρικές μαζώξεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και κοινωνικό σκοπό, στο κίνημα που διαμορφώνεται, στην αυτό οργάνωση του και την αυτό θέσμιση της λειτουργίας και της εσωτερικότητας του με όρους κοινωνικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας, στην ανάδειξη νέων μορφών κοινωνικού αγώνα και πάλης. Ομοίως, από την ίδια συζήτηση , φαίνεται πως αποκαθηλώνονται οι θεσμικοί μηχανισμοί διοχέτευσης και εκτόνωσης της κρίσης με όρους πολιτικού σκηνικού, αποκρυσταλλώνονται οι θέσεις των κοινοβουλευτικών δυνάμεων της αριστεράς, που ξένα σώματα στην επίκαιρη αυτή κοινωνική εξέλιξη, τείνουν να διασφαλίσουν την ασφάλεια της κοινοβουλευτικής τους ασυλίας , αγνοώντας την ίδια την κοινωνία που διαλογίζεται, οργανώνεται και αντιδρά , αγνοώντας στην καλύτερη των περιπτώσεων όλους εκείνους που θέλουν εκ νέου να την νοθεύσουν. Και για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το σημείο, αξίζει να δούμε πως ενώ τα τελευταία μαζικά συλλαλητήρια , θέλησαν οι οργανωτές τους από τα κομματικά και συνδικαλιστικά επιτελεία τους να αποτελέσουν , φοβούμενοι τα δια εαυτών χειρότερα , τρόπους εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης και μόνο τέτοιας, οι διαδηλωτές στη πλειοψηφία τους απορούσαν γιατί δεν παραμένουν στο Σύνταγμα μπροστά στη Βουλή, διεκδικώντας και αγωνιζόμενοι για μέρες , γι αυτό που τους στέρησαν χρόνια.
Είναι περίπου βέβαιο , όπως προκύπτει επιπροσθέτως και απο την μελέτη όλων των ανωτέρω ιστορικών παραδειγμάτων, ότι το μέλλον της οικονομικής κρίσης αγνοείται, όπως και η τύχη της. Ίσως η απάντηση γι αυτήν, βρίσκεται στην ερώτηση προς την ίδια την κοινωνία. Πότε δηλαδή θα αποφασίσει να ξεσηκωθεί κι όχι απλά να διαμαρτυρηθεί, πότε θα αντιληφθεί ότι δεν πρέπει να είναι η ίδια ενοχική στην απειλή της κατάρρευσης του ληστρικού αυτού πολιτικού συστήματος αλλά πρέπει και να την επισπεύσει, πότε θα πάψει να φοβάται τις κατασταλτικές αντιδράσεις ενός παρακμιακού πλέον συστήματος που το μόνο που του έμεινε είναι οι εκφοβιστικές υστερίες και οι απειλητικές περί κατάρρευσης μεθοδεύσεις. Μα πάνω από όλα , πότε θα αποφασίσει η ίδια για όλα τα παραπάνω.
Κι ενώ σίγουρα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι δεν ήταν υποχρεωμένη η κοινωνία να μάχεται εσαεί για την πολιτική και ηθική της ανασυγκρότηση, τουλάχιστον, τώρα, δεν δικαιούται να ρίχνει και τ΄ ανάθεμα σε εκείνους που όχι μόνοι τους και χωρίς την απαιτούμενη κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση , κατήντησαν μια ολόκληρη κοινωνία να μετρά τους οβολούς της φτιασιδωμένης δυτικοπρεπούς, μα πάντα, ψωροκώσταινας.
Μια ακόμη και πρόχειρη μελέτη της ιστορίας όπως γεωγραφικά τουλάχιστον ορίζεται από τα σημερινά όρια της κρατικής ή πιο καλά εθνικής μας οντότητας, θα έσερνε στην επιφάνεια δεκάδες παραδείγματα παρόμοιων οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών, από την αρχαιότητα κιόλας, οπου μια πρωτόγνωρη, για της έως τότε πραγματικότητα, οικονομική κρίση, οδήγησε σε κατ αρχάς χαλάρωση και αρκετές φορές διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, στην διαπόμπευση και αυτό γελοιοποίηση του τότε πολιτικού συστήματος, σε ηθικολογικές και ιδεο λαγνες συζητήσεις , σε τιμωρία των φυσικών αυτουργών –και μόνο αυτών- της κρίσης και της διαχείρισης της.
Όλα αυτά τα ιστορικά παραδείγματα, χρήσιμα πράγματι για τους οικονομικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, σε όλους εμάς που άνευ ειδικής περεταίρω κρίσης ή γνώμης καλούμαστε απλά να αναγνώσουμε τα αίτια της κατάρρευσής μας και την ηρωική μας έξοδο από αυτή με όσο το δυνατόν λιγότερους συμβιβασμούς και απώλειες, μας διδάσκουν ή πιο μετρημένα μας δείχνουν το δρόμο μιας νέας ηθικής πάνω από όλα στάσης, ζητούμενο αλλά και προαπαιτούμενο της κοινωνικής μας ανάταξης και ανασύνθεσης.
Από τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, τον λοιμό που έχει θερίσει της Αθήνα, την ανασυγκρότηση του νεώτερου ελληνικού κράτους , μέχρι τον Εμφύλιο πόλεμο και τον αντιδικτατορικό αγώνα, κοινό σημείο αναφοράς της οικονομικής , πολιτικής και ηθικής κρίσης που έχει ξεσπάσει , είναι το μέσο όρο που άρχεται από την συμμετοχή και φθάνει μέχρι την αντίδραση-αντίσταση της κοινωνίας. Μέσα, δηλαδή, στις φλόγες της παρακμής και της κρίσης, την ίδια στιγμή, μια αποτεφρωμένη στην αρχή και μετά πιο μαζική και παθιασμένη κοινωνική μειοψηφία, εξελισσόμενη ποιοτικά μα και ποσοτικά σε δύναμη κρούσης, έσπερνε στο διάβα της τους καρπούς της αντίστασης και τους ανέμους ενός νέου ρεύματος και οράματος, έστω κι αν τελικά και με το πέρασμα των χρόνων η ίδια αυτή κοινωνική τάση αποκτούσε εξουσιαστικά συμπλέγματα, γινόταν κατεστημένο και γερνούσε σε συστημικούς θώκους. (χαρακτηριστικό παράδειγμα η γενιά του Πολυτεχνείου και του αντιδικτατορικού αγώνα, που με το πέρασμα των δεκαετιών και την κατάληψη της εξουσίας απώλεσε τον κινηματικό χαρακτήρα της και το επαναστατικό πνεύμα της και δημιούργησε το σημερινό μετα ¨δημοκρατικό¨ τερατούργημα.)
Η κοινωνική αυτή διαδικασία εξέλιξης μιας αρχικά κοινωνικής μειοψηφίας με ποιοτικά και ποσοτικά στη πορεία χαρακτηριστικά, έχει στην λειτουργία της ως θεμελιώδη αξία και εφαρμογή την συμμετοχή, την αυτοθέσμιση και την αυτό οργάνωσή της. Μακριά δηλαδή από θεσμικές έξωθεν αλλοιώσεις, συστημικές πολιτικές θωπεύσεις , εξουσιομανείς καπηλεύσεις και λοιπούς εξωγενείς παράγοντες και αλλοιώσεις, θεμελιώνοντας με τον δικό της τρόπο και με αυτό - λειτουργικά κριτήρια την κοινωνική της υπόσταση, έχτισε είτε μεθοδικά είτε αυθόρμητα μια νέα τάξη με αυτόφωτη ηθική και κοινωνική παρουσία. Ετσι, ώστε από θεωρητική μειοψηφία της απλής διαμαρτυρίας , να μετεξελιχθεί μόνη της σε αντιστασιακή και δημιουργική μαζική δύναμη, που έσυρε ολόκληρη την κοινωνιά μακρυά από την κρίση, έστω κι αν μετά (κι αυτό αποτελεί μια άλλη συζήτηση σχετικά με το σύνδρομο της εξουσίας), την ξανα οδήγησε εκεί , υπακούοντας , λες, σε ιστορικές νομοτέλειες .
Ολη αυτή η δύσκολη στη παρακολούθηση συζήτηση, σκοπό έχει να διερευνήσει την δυναμική της πρωτοβάθμιας, αρχικά, οργάνωσης της κοινωνικής αντίστασης και πάλης, της συμμετοχής ανθρώπων που για χρόνια αλόγιστα διέρρεαν σε εγωκεντρικές μαζώξεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και κοινωνικό σκοπό, στο κίνημα που διαμορφώνεται, στην αυτό οργάνωση του και την αυτό θέσμιση της λειτουργίας και της εσωτερικότητας του με όρους κοινωνικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας, στην ανάδειξη νέων μορφών κοινωνικού αγώνα και πάλης. Ομοίως, από την ίδια συζήτηση , φαίνεται πως αποκαθηλώνονται οι θεσμικοί μηχανισμοί διοχέτευσης και εκτόνωσης της κρίσης με όρους πολιτικού σκηνικού, αποκρυσταλλώνονται οι θέσεις των κοινοβουλευτικών δυνάμεων της αριστεράς, που ξένα σώματα στην επίκαιρη αυτή κοινωνική εξέλιξη, τείνουν να διασφαλίσουν την ασφάλεια της κοινοβουλευτικής τους ασυλίας , αγνοώντας την ίδια την κοινωνία που διαλογίζεται, οργανώνεται και αντιδρά , αγνοώντας στην καλύτερη των περιπτώσεων όλους εκείνους που θέλουν εκ νέου να την νοθεύσουν. Και για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το σημείο, αξίζει να δούμε πως ενώ τα τελευταία μαζικά συλλαλητήρια , θέλησαν οι οργανωτές τους από τα κομματικά και συνδικαλιστικά επιτελεία τους να αποτελέσουν , φοβούμενοι τα δια εαυτών χειρότερα , τρόπους εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης και μόνο τέτοιας, οι διαδηλωτές στη πλειοψηφία τους απορούσαν γιατί δεν παραμένουν στο Σύνταγμα μπροστά στη Βουλή, διεκδικώντας και αγωνιζόμενοι για μέρες , γι αυτό που τους στέρησαν χρόνια.
Είναι περίπου βέβαιο , όπως προκύπτει επιπροσθέτως και απο την μελέτη όλων των ανωτέρω ιστορικών παραδειγμάτων, ότι το μέλλον της οικονομικής κρίσης αγνοείται, όπως και η τύχη της. Ίσως η απάντηση γι αυτήν, βρίσκεται στην ερώτηση προς την ίδια την κοινωνία. Πότε δηλαδή θα αποφασίσει να ξεσηκωθεί κι όχι απλά να διαμαρτυρηθεί, πότε θα αντιληφθεί ότι δεν πρέπει να είναι η ίδια ενοχική στην απειλή της κατάρρευσης του ληστρικού αυτού πολιτικού συστήματος αλλά πρέπει και να την επισπεύσει, πότε θα πάψει να φοβάται τις κατασταλτικές αντιδράσεις ενός παρακμιακού πλέον συστήματος που το μόνο που του έμεινε είναι οι εκφοβιστικές υστερίες και οι απειλητικές περί κατάρρευσης μεθοδεύσεις. Μα πάνω από όλα , πότε θα αποφασίσει η ίδια για όλα τα παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου