Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

OMOΡΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

To σαπισμένο σκαρί στη θάλασσα δεν επιπλέει. Με το ζόρι , με απάτες και ξιπασμούς, για χρόνια κρατήθηκε στην επιφάνεια μιας μαύρης θάλασσας, ισορροπώντας ελέω τύχης ή καλύτερα τζόγου, επιπλέωντας με τη βοήθεια παλιοκαιρισμένων κάβων, αγορασμένους με δανεικά τη δεκαετία του 80. Οι κάβοι όμως ήρθε η στιγμή να σπάσουν από το τέντωμα. Έρμαιο πια το καράβι , βουλιάζει στην ίδια εκείνη θάλασσα που με το ζόρι κρατήθηκε για χρόνια. Και ήρθαν και πάλι σωτήρες, όχι πια αυτόκλητοι, μα προσκληθέντες από τους ευγενικούς χορηγούς μας, τραπεζίτες, παπάδες, μιζαδόρους και εργολάβους να μας ζώσουν με αλυσίδες. Και καλά , οι φερόμενοι αυτοί ιδιοκτήτες εφοπλιστικών συμφερόντων του καραβιού θα βρουν τον τρόπο αφού γλίτωσαν χρόνια τώρα από τα λαικά δικαστήρια που ποτέ δεν έγιναν και όχι πάντα λόγω παραγραφής, να διαφύγουν ως άλλοι κύριοι Τριανταφυλιδες, στο εξωτερικό, μέχρι να λασκάρει η μπόρα, αν λασκάρει ποτέ, για να τους ξαναφέρουμε να ξαναχτίσουν μιαν άλλη μεταπολίτευση σαν κι αυτή που μας έφερε εδώ που μας έφερε. Εμείς όμως;

Εμείς, στο κατάστρωμα του καραβιού , για χρόνια και χρόνια, θαυμάζαμε το θαυμάσιο ήλιο της χώρας πίνοντας καφεδάκι με τη τηλεόραση ανοικτή στα μεσημεριανά θεάματα, παραγγέλναμε εδέσματα δανεικά , απολαμβάναμε με πιστωτικές κάρτες τις ανέσεις του καταστρώματος και ξεζουμίζαμε κάθε ανταλλάξιμο υλικό του, χωρίς να σκύψουμε ούτε στιγμή να δούμε την επιφάνεια της θάλασσας που ανέβαινε αργά αλλά σταθερά στα σαπισμένα πλαϊνά. Μάλιστα, όταν η ραθυμία βάρυνε τους ώμους και τις διαθέσεις μας, στήναμε στο κατάστρωμα επιτόπιες γιορτές, Ολυμπιακές και μη, πληρώνοντας με το παραπάνω τους διεθνείς τελετάρχες μας και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Κάθε τέσσερα χρόνια, άντε λίγο λιγότερα, ξεσκονίζαμε τα εκλογικά μας βιβλιάρια κι επιλέγαμε από τη σχολή δοκίμων πρωθυπουργών, τον νέο κυβερνήτη μας, σκουπίζαμε το κατάστρωμα , γυαλίζαμε τους μπουρμέδες και όλα φαινόντουσαν τέλεια. Για να τονώσουμε μάλιστα το ηθικό μας , ξεμπροστιάζαμε και κάνα αλλοδαπό μούτσο, κι ας είναι εκείνος που τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια , κουνούσε το κουπί της εθνικής μας πλεύσης, αποκλειστικά μόνος του. Στέλναμε και με τηλεγραφήματα στο κεντρικό ευρωπαϊκό λιμεναρχείο κάνα σήμα ότι όλα πηγαίνουν καλά και νίπτοντας τα χέρια μας αποδίδοντας πολιτικές ευθύνες κατόπιν εξεταστικών επιτροπών, συνεχίζαμε αμέριμνοι το ταξίδι μας, μεταφέροντας το τεράστιο ελληνικό ιδεώδες της αρχαιότητας στη σύγχρονη εποχή. Δόξα μας.

Τώρα, έτοιμοι για το σχεδόν επιθανάτιο άλμα μας στη θάλασσα, διαπιστώσαμε ότι ακόμη και τα σωσίβια τα χαμε πουλήσει σε θυγατρική της SIEMENS, για να περάσει μέσα τους, ασύρματα καλώδια διαπλοκής. Ήδη μάλιστα 1.000.000 άνεργοι, έχουν πέσει στα νερά της εξαθλίωσης που ναι προς το παρόν ηθική και μετά βλέπουμε. Όχι πολύ μετά, πάντως. Όλοι εκείνοι κι εμείς οι υπόλοιποι, με το ένα πόδι έτοιμοι να πηδήξουμε στη μαύρη διεθνή θάλασσα εγκαταλείποντας για πάντα το δικό μας αρχιπελαγικό ιδεώδες, ψάχνουμε τώρα αφενός ευθύνες θαμμένες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας του Ανδρέα, που επί Σημίτη έγινε ερμάριο κι επί Καραμανλή απλά ψυγειοκαταψύκτης κι αφετέρου νέους σωτήρες που εκλιπαρούμε να εγκαταλείψουν τα κερδοσκοπικά παίγνια τους και να σώσουν το έθνος το πολλά βαρύ από την εξίσου βαριά επερχόμενη βύθισή του. Δόξα και πάλι.

Κάποιοι λιγότεροι, που ευτύχησαν στη ζωή τους να στήσουν Πολυτεχνεία και να περάσουν ώρες πολλές σε φοιτητικά αριστερίστικα συμβούλια με κεντρικό θέμα την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, νιώθουν δικαιωμένοι συζητώντας σε σαλόνια του Ψυχικού και της Φιλοθέης για τη τελική κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος που περνά τη τελευταία φάση της παρακμής του, πίνοντας στη μνήμη του γαλλικό κονιάκ 33 αστέρων , όσα και τα αγωνιστικά γαλόνια τους. Δόξα και σε αυτούς.

Άδοξα λοιπόν τελειώνει η κομπασμένη ιστορία της αντιπαροχικής Ελλάδος, που παρείχε στους γηγενείς της απλόχερα την μιζαδόρικη ευκολία του φαίνεσθαι, με αντάλλαγμα το θρονιασμένο καλά εξουσιαστικό της σύμπλεγμα που αποτελείται από κληρονομικούς ταγούς της πολιτικής, της εκκλησίας , του συνδικαλισμού, του εφοπλισμού και των μιντια. Εκεί στη πλατεία μόνο, ένα φανάρι κι ένα πιθάρι, ασυμβίβαστα, συγκεντρώνουν νέους ανθρώπους σε μια νέα εναλλακτική και μαχητική συλλογικότητα που αρχικά με τη σιωπή τους και τώρα πια ολοένα και πιο φωναχτά , δεν θα ξεπουλήσουν τα πρησμένα πόδια τους –κι ας τους λένε κι αυτούς αλήτες- για πρησμένα όνειρα που καιρό μετά θα διαχύσουν στον αέρα το μολυσμένο τους πύον, αλλά όνειρα πραγματικά. Η εξουσία της παλιάς , κατεστημένης αυτής Ελλάδας , θα ρίξει σε αυτούς, με μαθηματική βεβαιότητα, το ανάθεμα της διεθνούς απομόνωσης. Η δική τους αντι-εξουσία δεν είναι τίποτα λιγότερο από την απάντηση στην διεθνή εξουσιαστική βαρβαρότητα. Εμείς οι υπόλοιποι έχουμε να επιλέξουμε. Καπιταλισμός ή βαρβαρότητα; Τον πρώτο τον γνωρίσαμε, την δεύτερη την αναμένουμε . Και είναι περίπου σίγουρο, πως η Ανοιξη της φτώχειας, περνά μόνο από έναν δρόμο. Αυτόν της εξέγερσης.