Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Στη ρωγμή του κόσμου.

Το λάθος έγινε. Το ποτάμι πίσω δεν γυρίζει. Η βουβή ανατολή που τη πήραν από το χέρι κάποιοι διαφωτιστές παπάδες και εθνάρχες και την οδήγησαν στη θορυβώδη Δύση. Τα φώτα της κοσμοπολίτικης χλιδής που τύφλωσαν χρόνιες γονιδιακές αξίες και ιδανικά και τα οδήγησαν στο βάραθρο των σύγχρονων υπερθεαμάτων. Βαρβαρότητα. Με την εξουσία της πειθούς, έσυραν έναν ολόκληρο αδούλωτο και ασυμβίβαστο λαό , στην υποταγή σε νοοτροπίες και αντιλήψεις παγκοσμιοποιημένες, σε έναν δυτικό υπερούσιο τρόπο ζωής. Χωρίς τη κατάλληλη προετοιμασία, χωρίς μάθηση και ζύμωση, ένας ασυνήθιστος σε τέτοια δυτικά φαινόμενα λαός, κουβάλησε τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά του στη νέα τάξη πραγματικότητας. Οι συνέπειες τραγικές. Με το ένα πόδι της παράδοσης και της συνήθειας στη βουβή ανατολή του δεσποτισμού και της τεμπελιάς και με το άλλο της προόδου και του συγχρονισμού με βορειοδυτικά κοινωνικά βαρομετρικά, δημιούργησαν έναν άνθρωπο ψυχολογικά ασταθή, αμετροεπή και ετοιμόρροπο. Κάτω από το πιο ακριβό κουστούμι μιας μοντέρνας άποψης, το πιο μαύρο ράσο της συντήρησης , κόλλησε στα σωθικά και τα μυαλά ρίχνοντας μαύρο πέπλο στην εξορθολογισμένη σκέψη και λογική. Ανατολή ή δύση, απάντησε τώρα. Η καρδιά στην ανατολή και η σκέψη στη δύση, οδηγούν στην έκρηξη και στον μηδενισμό. Αδιέξοδο. Πάρε θέση. Η εδώ ή εκεί. Μέση δεν υπάρχει. Η παγκοσμιοποίηση μίλησε και απέτυχε. Στους ανθρώπους. Τα νούμερα θα επιβιώσουν. Και οι εταιρείες. Εμείς;;

Με τις ιστορίες των δακρυσμένων γιαγιάδων για τις εθνικές καταστροφές και τις αλησμόνητες πατρίδες, με τις σημαίες των ματωμένων ιδανικών κρεμασμένες από παλιοκαιρισμένους ιστούς να ανεμίζουν σε βαθείς ανατολικούς ανέμους και με τα εγγόνια στα φροντιστήρια ξένων ιδανικών, συνηθειών και σκέψεων, να παίρνουν τα μυαλά τους αέρα από δυτικούς ανεμοστρόβιλους, το αποτέλεσμα είναι και θα ναι συγκεχυμένο και γι αυτό τραγικό. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Περιχαράκωση; Όχι βέβαια. Αγκυλωτισμός; Ούτε πάλι. Τότε, τι; Και τι τελικά είναι πρόοδος; Συντήρηση; Απαντήσεις, θέσεις και απόψεις πολλές και πάντως θεωρητικές. Στη πράξη;

Στη πράξη ένας λαός, άνθρωποι δηλαδή, εγώ κι εσύ, χωρίς ταυτότητα, στερεή θέση, ορατό προσανατολισμό. Οπου μας συμφέρει δύση και όπου όχι, ανατολή. Μη πας μακρυά. Η γυναίκα να σου φτιάχνει το καφέ και τα γεμιστά και μια ερωμένη Φιλανδή , να ξεπηδά από τη τηλεόραση των μεταγλωττισμένων συνηθειών , για να Σου προσφέρει την εξωτική ηδονή. Η φοροδιαφυγή το σπόρ Σου και η καλοστημένη γερμανική κρατική μηχανή το απωθημένο σου. Από τη μια η Παλαιστίνη και ο αγώνας της κι από την άλλη η συμμετοχή σε υπερθεάματα με ευγενικό χορηγό της ισραηλινή εταιρία ¨ΤΟ ΜΙΣΟΣ¨. Στο δωμάτιο η φωτογραφία του ΤΣΕ και στο πορτοφόλι η πιστωτική κάρτα της CITYBANK. Η ψήφος στην αντισυστημική αριστερά και η τσέπη στη φιλελεύθερη οικονομία. Στα αυτιά η εθνικ μουσική των ινδιάνων και στα χέρια το γουοκι τοκι για την οργάνωση της συναυλίας της Βίσση. Στη καρδιά ο έρωτας, το πάθος του Μέγαλου Ανατολικού, μα στη ζωή η απαθής καρριέρα της Δυτικής επιβίωσης. Αυτό είναι η καθημερινότητα του σήμερα. Να περιμένεις το ¨θα¨ του αύριο. Μέχρι τότε , εδώ στη ρωγμή του χρόνου και του κόσμου, στείλε ένα SMS, πως η ζωή είναι ωραία. Κι αν δεν είναι , ονειρεύσου ότι θα γίνει. Με το ένα μάτι στην ανατολική Σου φυσιογνωμία και το άλλο στο δυτικό απωθημένο Σου. Που ξέρεις! Στον αλληθωρισμό αυτόν που διαστρεβλώνει τη πραγματική Σου εικόνα, ίσως στη μέση, βρεθεί η απάντηση που ψάχνεις. Βουβός κι ανατολίτης, ή δυτικός και πάντα σιωπηλός. Και μόνος.




Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009


ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΗΤΑΝ...

¨Μα έχει ο καιρός γυρίσματα¨
Ο επόμενος Νοέμβρης.



Νοέμβρης και δεν γνωρίζω πια κανέναν. Όσοι έσπειραν τους ανέμους της αμφισβήτησης και της ανατροπής και δεν τους εξαργύρωσαν σε παζάρια εξουσιών , ολοένα και πιο διακριτικά ρίχνουν κάθε φορά ένα τελευταίο δάκρυ μνήμης. Ευτυχώς που κάποιους από εκείνους συνεχίζω να τους διαβάζω. Όχι κάθε 17η Νοέμβρη για να θυμηθούν, να απολογηθούν, να διεκδικήσουν , να δικαιωθούν, αλλά σε ανύποπτο χρόνο να συνεχίζουν με όσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει – κι ας μην τους πήραν τόσο τα χρόνια- να εναντιώνονται σε αντίθετους ανέμους κι εποχές.

Νοέμβρης 2009. Και πάλι χιλιάδες πρόσωπα, καινούργια τα περισσότερα, σε αυτή τη παλαιά πια συνάντηση ενώνουν τις φωνές τους με τον απόηχο τόσων και τόσων επετείων. Κι όμως θα μπορούσε εύκολα κάποιος να παρατηρήσει πως πίσω από τα φλογισμένα μάτια και τα παθιασμένα συνθήματα , κρύβεται κάποια βαθιά μελαγχολία που φαίνεται να έρχεται κι αυτή από το παρελθόν κουβαλώντας όλα εκείνα που θέλαμε κάποτε να γίνουν, από γενιά σε γενιά, αλλά φοβηθήκαμε να τα κατακτήσουμε. Από γενιά σε γενιά…

Τριάντα έξι χρόνια , πια. Το Πολυτεχνείο είναι εκεί. Οι δρόμοι γύρω από αυτό ασφυκτιούν από νέους μύστες μιας επανάστασης που πολλοί λένε πως πλησιάζει, έστω κι αν δεν φτάνει ποτέ μπροστά στη πόρτα τους αλλά μένει το αιώνιο απωθημένο τους. Η τηλεόραση ανοικτή για να μετρήσει για μια ακόμη χρονιά αποκλειστικά και μόνο τους ¨αγνώστους¨ που μας έγιναν γνωστοί τόσα χρόνια τώρα και τις ζημιές , γνωστές κι αυτές, σκεπάζοντας με τις κραυγές της τους ήχους της πραγματικής επετείου. Η πορεία στον ίδιο τόσα χρόνια αλλά πάντοτε επίκαιρο προσανατολισμό , με τον ίδιο πάντα προορισμό. Η ματιά μου ψάχνει μήπως και βρεί κάποιον από εκείνους που έγραψαν στους τοίχους του ιδρύματος με μπογιά τη λέξη ¨ελευθερία¨. Μάταια. Όσοι είναι εδώ δεν τους αναγνωρίζω κι όσοι αναγνωρίζονται δεν είναι εδώ.

Γυρίζω στο διπλανό μου. Δεν το γνωρίζω κι όμως του μιλώ για ώρες κι εκείνος με ακούει. Μας πιάνει και τους δύο ακατάπαυστη φλυαρία. Δεν ξέρω πότε προλάβαμε και περάσαμε τη Βουλή και πέρασαν εξίσου ταχύτατα από μπροστά μας τα πάντα: Η ανεργία, η φτώχεια, η αδράνεια, η αδιαφάνεια, η κακή λειτουργία των θεσμών και της δημοκρατίας, το σύστημα υγείας , η καταστροφή του περιβάλλοντος και της ζωής μας, ο μαρασμός των ελπίδων μας…Είναι η μοναδική ευκαιρία αυτή η μέρα για κουβέντα και προβληματισμό. Μέχρι να σκεπαστεί από το σύννεφο που αφήνει το πρώτο περίπτερο που καίγεται για να γίνει πρωτοσέλιδο. Η προηγούμενη νύχτα με βρήκε για άλλη μια φορά να ξεφυλλίζω το βιβλίο ¨εκ των υστέρων 19+1 που έγραψαν από καρδιάς οι νέοι του 73, στην επέτειο της εικοσαετίας, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι του Τσακνή, για το Νοέμβρη. Η επόμενη;

Νοέμβρης 2009. 35+1. Τόσοι ακριβώς. Κι ο επίλογος αυτός κλείνει τα τριάντα έξι χρόνια που χώρεσαν πια στις σελίδες οχι ενός βιβλίου μας της ψυχής μας. Αμείλικτος ο χρόνος, πέρασε από τριάντα έξι Νοέμβρηδες αλλά δεν τους άγγιξε. Ακριβώς όπως το αίμα κυλά στις φλέβες με τον ίδιο πάντα τρόπο χωρίς να τις αλλοιώνει ή να τις φθείρει. Ο Νοέμβρης εκείνος θα είναι πάντοτε το άλλοθι μας. Όσοι πετύχαμε στους στόχους που θέσαμε θα τον έχουμε σαν ένα περήφανο αγωνιστικό παρελθόν, για να κουρνιάζουμε τις νύχτες που θα μας βασανίζουν οι σκέψεις. Όσοι πάλι όχι, θα θυμόμαστε τη μεγάλη επαναστατική μας στιγμή που κάποτε αφήσαμε τα νιάτα και τα οράματά μας. Το κοινό μας σημείο, ο Νοέμβρης , έτσι όπως τον έζησε ο καθένας κι έτσι όπως τον θυμάται.

Τριάντα έξι Νοέμβρηδες και για τους νεώτερους. Εκεί στα δεκαπέντε, τα δεκαοκτώ , τα είκοσι, ακόμη και τα τριάντα. Τα όνειρά τους γνωστά, αναμενόμενα ίσως, η αμφισβήτησή τους συχνά ακατανόητη με τους όρους του ‘ 70 ή του ‘ 80, πάντως υπαρκτή αλλά ο εχθρός τους αδιόρατος, κρυφός. Να πολεμήσουν τι και με ποιόν! Ο σύμμαχος τους, η τηλεοπτική ευδαιμονία ή μήπως η φλογερή ¨αλητεία¨ των πεζοδρομίων και των μολότοφ; Και τα κόμματα, οι νεολαίες, οι φορείς ποιους πλέον εκφράζουν και από ποιους εκφράζονται; Ποια πλειοψηφία θα τους οδηγήσει στων ονείρων τις εξεγέρσεις και ποια μειοψηφία θα μπορέσει να αντιδράσει στο γεωπολιτικό και πολιτισμικό οδοστρωτήρα; Μαρασμός; Όχι βέβαια. Ορμή; Όχι πάλι. Κάτι ενδιάμεσο; Ισως. Οι νέοι των τριάντα Νοέμβρηδων χωρίς πρησμένα πόδια και ματωμένα αμπέχονα αλλά με πληγωμένες καρδιές ψάχνουν ακόμη και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά , το ¨ψωμί¨ από τη δουλειά τους, τη ¨παιδεία¨ του ανθρωπισμού και όχι του λογιστικού ορθολογισμού και την ¨ελεύθερη¨ αυτοδιάθεση τους. Αν θα φθάσουν στο πλήρωμα του χρόνου στη δημιουργική εξέγερση ή θα μείνουν κοινωνικοί άεργοι θύματα της παγκόσμιας εξομάλυνσης, θα το δείξει, τι άλλο, το επόμενο Πολυτεχνείο.

Η παρέα μεγαλώνει. Ένας μετανάστης κοιτά με απορία το περίπτερο που φλέγεται. Τα συνθήματα ακατανόητα αλλά το αίτημα το ίδιο. Έρχεται στη πορεία για δεύτερη χρονιά κι ας μην ξέρει καν τι είναι το Πολυτεχνείο. Ο Νοέμβρης άγνωστος γι’ αυτόν. Έναν Οκτώβρη γνώρισε κι αυτός κατέρρευσε. Ξέρει όμως πολύ καλά τι θα πει ανεργία , ξενοφοβία, ρατσισμός. Ξέρει ότι ίσως αύριο θα χρειαστεί, χωρίς να το θέλει, να διαδηλώσει για το Πολυτεχνείο μιας άλλης, ¨μη ξενόφοβης¨, χώρας.

Η φλόγα καταπνίγεται από τους ήχους της πυροσβεστικής. Τα συνθήματα όλο και πιο ισχνά ακολουθούν το ρυθμό των σειρήνων. Το ίδιο και κάποιοι διαδηλωτές που δεν φάνηκαν απόψε, υπακούοντας στις εκκλήσεις της τηλεοπτικής καταστολής. Προτίμησαν να πιουν λίγο πιο πάνω έναν εσπρέσσο συζητώντας για το νέο δεσμό της νεαρής αηδούς. Κουβέντα χωρίς αιδώ για το τίποτα. Η πορεία, κάτι αναρχικοί και ΚΚΕδες για κάποιο πολυτεχνείο…

Η πρεσβεία στέκει για τριακοστή φορά απέναντι μας, άφθαρτη. Δεν πέρασε χρόνος από πάνω της κι ας γκριζάρισαν τα μαλλιά των παιδιών του Νοέμβρη. Μόνο το γκρι μουντό χρώμα της, έδωσε για λίγες ώρες μόνο, τη θέση του στο μπλέ της δημόσιας τάξης. Απέναντί της , το κόκκινο του αγώνα, το μαύρο της αντίδρασης, το άσπρο της αγνότητας, το πράσινο της οικολογίας και το μπλαβί των ατελείωτων ανθρωποθυσιών στο βωμό της παγκόσμιας τάξης. Ένα ζωντανό ουράνιο τόξο που φέγγει κάθε χρόνο, τον ίδιο μήνα, την ίδια περίπου ώρα, τριάντα χρόνια τώρα.

Πριν από πέντε-έξι χρόνια ήμασταν μερικές χιλιάδες μόνο. Σήμερα, όλο και περισσότεροι. Παιδιά του δημοτικού, φοιτητές , εργάτες, επιστήμονες, άνεργοι, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων , κοινωνικά αποκλεισμένοι, μετανάστες, πρόσφυγες. Τα οράματά μας παθιασμένα , εφήμερα ίσως, πάντως όχι ανεδαφικές ουτοπίες. Αντιληφθήκαμε έστω κι αργά τα λόγια του ποιητή και συμμορφωθήκαμε: Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ.. Μέχρι να γυρίσει έχουμε πολλά να κάνουμε και να πούμε. Το πρώτο , να υπάρχουμε. Όχι στα σαλόνια του σπιτιού μας, στα απέναντι καφέ, στις ουρές του ΟΑΕΔ και των επιδομάτων, στα γραφεία ευρέσεως εργασίας νέων ά-πειρων επιστημόνων , στις προθήκες των Ολυμπιακών ιδεωδών, όχι μόνο σε αυτά, αλλά σε κάθε γνήσια συλλογικότητα διεκδικήσεων, σε κάθε λαϊκό πανηγύρι, σε κάθε κοινωνική κινητοποίηση και ιστορική κοινωνική συγκυρία. Να υπάρχουμε, όπως υπάρχουμε σήμερα, 17 Νοέμβρη της τρίτης χιλιετίας, εκφραστές της δικής μας αταξίας απέναντι στη δική τους τάξη. Κι είμαστε όλο και περισσότεροι, χρόνο με το χρόνο.

Τα φώτα σιγά - σιγά δίνουν τη θέση τους στην αυγή. Η αιματοβαμμένη σημαία του 1973, στη θέση της, περιμένει τον επόμενο Νοέμβρη και ακόμη πιο μακριά, το επόμενο ¨Πολυτεχνείο¨. Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η νύκτα αυτή. Τα τραγούδια της και τα συνθήματά της, ο παλμός και το πάθος της ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου. Η μυρωδιά της βασανίζει τις αισθήσεις μου και μου προκαλεί παραισθήσεις: Η επόμενη εξέγερση, το τανκ τους, η πύλη μας…Ανηφορίζω στη Ζ.Πηγής. Στη γωνία με την Αραχώβης, μια παρέα από τα παλιά, πίνει στο ταβερνάκι. Τα πρόσωπά τους μου είναι γνωστά αν κι εκείνοι δεν με γνωρίζουν. Ο Περικλής, ο Παπαχρήστος, ο Αγγελος, τα παιδιά του πρώτου Νοέμβρη. Άλλη μια παραίσθηση; Απολογούνται ή ονειρεύονται; Κρίνουν ή κρίνονται; Μελαγχολούν ή ονειρεύονται; Αυτός ο Νοέμβρης δεν αφήνει περιθώρια, παρά μόνο για μελλοντικές εξεγέρσεις.

Ο φετινός εορτασμός είναι ο εορτασμός του μέλλοντος μας. Η επέτειος αυτή έρχεται από μακριά για να ταξιδέψει ακόμη πιο πέρα, στου καιρού τα γυρίσματα. Τότε που το μόνο σίγουρο θα είναι ένα μόνο, πως, ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΘΑ’ ΝΑΙ Η ΧΡΟΝΙΑ…

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

ΙΔΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ. ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ




ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ





Όταν πριν από καιρό πληροφορήθηκα ότι στο Εθνικό Θέατρο ενας Λιθουανός σκηνοθέτης, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις , γνωστός στο ελληνικό κοινό από προηγούμενες επιτυχημένες παραστάσεις του , θα ανέβαζε το Ζορμπά του Καζαντζάκη, υπήρξα και το λεω ειλικρινά επιφυλακτικός μέχρι και αρνητικός. Όχι ότι δεν γνωρίζω την ποιότητα, την παιδεία και την τέχνη της Λιθουανικής σχολής και φυσικά των ίδιων των Λιθουανών με τους οποίους έχω συνεργαστεί αρκετά και γνωρίζω την ποιότητά τους, μα γιατί το ίδιο το έργο πίστευα και πιστεύω ότι απαιτούσε θερμή καρδιά , παθιασμένη ματιά , ακραία συνείδηση και όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν φαίνονται να συμβαδίζουν με την ομολογουμένως ψυχρή για τα δικά μας πρότυπα, βόρεια ευρωπαική νοοτροπία. Το έργο του Καζαντζάκη, αναμφίβολα είναι ένα καυτό καζάνι ιδεών, εικόνων και συνειδήσεων , γεμάτο από γονιδιακά ελληνικά στοιχεία θεατρικότητας και δραματουργίας, ένα τέλειο και ολοκληρωμένο έργο, μια σύγχρονη τραγωδία της ανθρώπινης ειρωνείας και ύπαρξης, που η μίξη του με την ψυχρή βόρεια ματιά θα εγκυμονούσε κινδύνους ακόμη και για την ίδια υπόσταση του θεατρικού εγχειρήματος, αυτού που ανέλαβε ο Λιθουανός σκηνοθέτης.

Κι όμως, είχα μόλις χθες την τιμή, γιατί περί τιμής πρόκειται, να παρακολουθήσω την επίσημη πρώτη της παράστασης. Κι ακριβώς όπως ο Ζορμπάς στο πρωτότυπο έργο του πέτυχε με όλα εκείνα τα θεατρικά στοιχεία του χαρακτήρα του να κατακτήσει το ¨αφεντικό¨ του, έτσι και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, κατέκτησε και μάγεψε εξολοκλήρου την ψυχή, το μυαλό και την καρδιά μου, με έκανε να αισθανθώ αδαής και τιποτένιος μπροστά στο νόημα της παράστασης αυτής, αποκαθήλωσε κάθε ιδιαίτερο, όπως νόμιζα, στοιχείο του χαρακτήρα μου, εξάγνισε ακόμη και το πιο μικρό πάθος μου, καθάρισε τη συνείδησή μου, γαλήνεψε την επι σειρά ετών ταραγμένη ψυχή μου, καθαίρεσε την όποια δική μου ανθρώπινη τραγωδία, μεγάλωσε την ύπαρξη μου αποδίδοντάς της, ξεχασμένα τα τελευταία χρόνια, στοιχεία μεγαλοψυχίας μα και αθωότητας.

Σε μια εξαιρετική απόδοση του έργου του Καζαντζάκη, σε μια διασκευή δική του, που δεν ηταν ακριβώς διασκευή μα ματιά και όχι μια τυχαία ματιά μα η ματιά του ίδιου του Καζαντζάκη, σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν δίπλα στο συγγραφέα του έργου όταν επινόησε το Ζορμπά, παρακολούθησε την πενα και την έμπνευσή του, ήπιε καφέ μαζί του, τράβηξε με πάθος μια ρακί, και κει στο διπλανό γραφειάκι έγραψε, πλάι στον μεγάλο συγγραφέα, τον Ζορμπά, θαρρείς κι από κοινού. Ιεροσυλία πνευματική, ίσως βιαστεί να πει κανείς. Ναι, γιατί δεν έχει δει την παράσταση αυτή και το πώς ο Τσέζαρις Γκραουζίνις κατάφερε να σεβαστεί απόλυτα και κατανυκτικά το Ζορμπά, τον ίδιο τον Καζαντζάκη μα πάνω απο όλα τους αναγνώστες του. Με το μαγικά εμπνευσμένο τρόπο του , χωρίς να πετάξει τίποτα, το ακούτε, τίποτα, από το πρωτότυπο έργο του συγγραφέα, με απόλυτο σεβασμό στο νόημα, την ιδέα και την τραγικότητα του Ζορμπά, απέδωσε έναν διαχρονικό, σύγχρονο , μα κυρίως πρωτογενή Ζορμπά, που δεν ήταν κανείς άλλος από τον ίδιο το Ζορμπά του Καζαντζάκη. Ταυτόχρονα, με σκηνοθετικές εκστατικές επινοήσεις, με θεατρικό απόλυτο σεβασμό και συγχρονισμό, με μια εξαιρετική δραματουργία, έστησε ένα ολόκληρο έργο –λες κι από την αρχή-, που σε έκανε να αισθανθείς ότι πρωτοσυναντάς τον ήρωα Αλέξη Ζορμπά και μαθαίνεις για πρώτη φορά την πραγματική ιστορία του. Δόμησε και σταδιακά αποδόμησε, δραματουργικά εννοώ, το μύθο του Ζορμπά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έκανε και ο Καζαντζάκης. Αυτή είναι η μαγική τέχνη του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ότι ισορρόπησε, επαναλαμβάνω , εκστατικά σε μια μικρή κλωστή το έργο που επινόησε ο Καζαντζάκης και από την άλλη ένα εντελώς δικό του έργο, με δικά του προσωπικά στοιχεία , διαμορφώνοντας ένα εκρηκτικό , λόγω της τελειότητας του, μεταφυσικό αποτέλεσμα. Κατάφερε δηλαδή κι εκεί έγκειται η μοναδικότητά του, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι , να βάλει να παίξουν στην ίδια σκηνή, τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και τον δικό του Ζορμπά. Με την ευλογία, αν ζούσε και σίγουρα από εκεί που βρίσκεται του ίδιου του Καζαντζάκη. Ετσι ώστε να μπορώ περήφανα να πω ότι έχω διαβάσει το βιβλίο του Καζαντζάκη και έχω δει την παράσταση του Τσέζαρις Γκραουζίνις, για την πραγματική ιστορία του Αλέξη Ζορμπά.

Για τους υπόλοιπους συντελεστές του έργου δεν θέλω να πω πολλά γιατί δεν είμαι θεατρολόγος, ούτε κριτικός τέχνης. Το μόνο που σαν απλός άνθρωπος οφείλω να καταθέσω είναι ότι υπήρξαν συναρπαστικοί. Κατάφεραν αβίαστα να αποδώσουν όχι το όραμα του σκηνοθέτη γιατί γι αυτό είναι εκείνος ο κατάλληλος να τους κρίνει, μα το δικό μου όραμα γι αυτό που έβλεπα και κέρδιζε στιγμή –στιγμή κάθε στοιχείο της ψυχής και του μυαλού μου. Χωρίς αυτή την εξαιρετική παρουσία όλων των ηθοποιών, με κάποιες ελάχιστες στιγμιαίες εξαιρέσεις που χάθηκαν μπροστά σε όλο αυτό το θεατρικό θαύμα, δεν θα ήταν δυνατόν να νιώσω έτσι. Με αυτή τη μοναδική τους υποκριτική παρουσία, υπακούοντας απόλυτα στην επινόηση του σκηνοθέτη τους, με ελεύθερα προσωπικά στοιχεία που ήταν διάχυτα στο παίξιμό τους, τι διάολο το Ζορμπά απέδωσαν το σύμβολο αυτό της ελευθερίας, δημιούργησαν μια ανευ θεατρικών προηγουμένων συγκίνηση, που με έφεραν δακρυσμένο να βγαίνω από το Θεατρο. Ένιωσα, και αυτό είναι πρωτόγνωρο για μένα , αυτό που η Μελίνα ένιωσε σε μια άλλη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία, το Ποτέ την Κυριακή, όταν μέσα στην απαίδευτη πρωτογενή ¨παιδεία¨ της , κατέρρευσε συναισθηματικά παρακολουθώντας Μήδεια. Κι αυτό το αποτέλεσμα σίγουρα οφείλεται και στους εξαιρετικούς ηθοποιούς.

Ιδού ο Ελληνας λοιπον. Ο Ζορμπάς. Φαντασιακός, εμμονικός, παθιασμένος, διαταραγμένος, μεγαλοπρεπής, αθώος, τραγικός , αστείος, χαρούμενος, λυπημένος, εκστατικός, ταπεινός, οραματιστής, ρεαλιστής, ειλικρινής, μεγαλόψυχος, ευγενικός, ήρωας, άνθρωπος, ποιητής, μάγκας, ελεύθερος. Ιδού και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο Ελληνας.

Το μόνο κρίμα, ότι την παράσταση αυτή την είδαν –για χθες μιλάω- Ελληνες. Κι ενώ ο Τσέζαρις Γκραουζίνις υπήρξε για την παράσταση αυτή ένας μεγάλος Ελληνας, όλοι εμείς που την παρακολουθήσαμε αποδείξαμε πόσο μικροί είμαστε. Οι περισσότεροι από τους θεατές με πολλά στοιχεία τηλεθεατών, έμειναν στα κωμικά μέρη της παράστασης χωρίς να μπορούν καν να αντιληφθούν ότι ακόμη και αυτά απέδειξαν τη μοναδικότητα του σκηνοθέτη που απέδωσε με τον ίδιο μαγικό τρόπο του Καζαντζάκη την εύθυμη και συχνά κωμική πλευρά του ήρωα. Χασκογέλασαν με τα κωμικά στοιχεία, ξεκαρδίστηκαν με αυτό που έβλεπαν ακόμη και σε στιγμές του ήρωα τραγικές και έφυγαν –τουλάχιστον αυτό κατάλαβα από όσα άκουσα αμέσως μετά- ακριβώς όπως ήρθαν . Αδειοι. Όχι γιατι απέτυχε η παράσταση του Τσέζαρις Γκραουζίνις . Μα γιατί ακριβώς εμείς αποτύχαμε. Αποτύχαμε να είμαστε αυτό που θα έπρεπε να είμαστε , ιδιαίτερα μετά από μια τέτοια παράσταση. Γι αυτό ακριβώς η παράσταση αυτή θα πρέπει να φύγει από τον χώρο αυτό της εκλεπτυσμένης φτιασιδωμένης αριστοκρατίας, και σύμβολο ελευθερίας και ανάτασης όπως είναι, να παιχθεί σε σχολεία, πανεπιστήμια, πλατείες και φυλακές. Εκεί που οι άνθρωποι μπορούν ακόμη να συγκινηθούν, να κλάψουν, να εκστασιαστούν, να αντιληφθούν. Εκεί που το σύμβολο του Ζορμπά και η πραγματική ιστορία του, εμπνεύσεως Τσέζαρις Γκραουζίνις θα μπορέσει να αναρτηθεί στον πιο ψηλό ιστό της κοινωνίας.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ λοιπόν στον Τσέζαρις Γκραουζίνις και τους ηθοποιούς του. Γιατί τώρα πια, το επόμενο πρωί, μπορώ και γω να κάνω αυτό που ο σκηνοθέτης μαγικά ανέδειξε, το αναπόφευκτο να φαίνεται ελεύθερη προσωπική μου βούληση. Γιατί σαν γνήσιος Ελληνας και γω , όπως ο λιθουανός σκηνοθέτης, κατάλαβα πως έχω ή πρέπει να έχω μέσα μου , τον Αλέξη Ζορμπά. Εύγε!!