Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

άλλα ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ κι άλλα ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ*




* τίτλος, έτσι, δίχως νόημα, από μια αφορμή ανόητη.


Παραφράζοντας την λαική αυτή παροιμία, μου ήρθαν στο μυαλό τα χρόνια εκείνα που μια παρέα φοιτητών με τις ασήμαντες δυνάμεις τους προσπαθούσαν να θέσουν την έχουσα σήμερα κοινοβουλευτική αλλά και κοινωνική εκπροσώπηση ¨χρυσή αυγή¨ εκτός νόμου και που ταυτόχρονα ο τότε πρύτανης τους, μέλος σήμερα της κοινοβουλευτικής δύναμης της τρίτης κυβερνητικής συνιστώσας, προσπαθούσε να εξηγήσει την έλευση του φαινομένου της κοινωνίας των 2/3.

Τα χρόνια απο τότε δεν πέρασαν και πολύ. Τα πράγματα όμως άλλαξαν όχι απλά πολύ, αλλά ραγδαία. Η ¨χρυσή αυγή¨ με αναπτυσσόμενη κοινωνική επιρροή πρωταγωνιστεί πλέον στην καθημερινότητα μας , ενώ και οι τότε ειδικοί των επερχόμενων κοινωνικών περιθωρίων, διαχειρίζονται τις αιτίες που τα γεννούν και με μαθηματική ακρίβεια τα διευρύνουν , είτε ενεργητικά, είτε παθητικά, στο βαθμό πάντα της εξουσιαστικής επιρροής τους.

Το σχήμα αυτό που σαν παράδειγμα προσπαθεί -απλοικά ίσως- να εξηγήσει την μετάλλαξη κάποιων κοινωνικών δεδομένων, αναγκαία, οδηγεί σε σκέψεις και προβληματισμούς για το αν η ¨μετάλλαξη¨ αυτή υπακούει σε υπερφυσικές ή υπερκοινωνικές διαδικασίες, ή απλά αντικατοπτρίζει την μεταλλάξή μας σε όντα κοινωνικής ανωμαλίας. Κι επειδή, βαθύτερη ανάλυση, δεν έχουμε την κατάρτιση για να προσεγγίσουμε, (αφήστε που έχει υπερβολική ζέστη), αρκεί για τα όποια συμπεράσματα, μια ματιά γύρω μας, στις παραλίες και τα τουριστικά θέρετρα.
Μεσούσης αφενός της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής δοκιμασίας κι ενώ οι κάλπες ήδη ανέδειξαν αυτό που ανέδειξαν κι αφετέρου στην καρδιά του καλοκαιριού, φαντάζει ιστορική ανάμνηση , οτιδήποτε προηγήθηκε τα δυο τελευταία χρόνια. Διαδηλώσεις και απεργίες, κινήματα και καταστολή, συνιστώσες και συνισταμένοι μάζεψαν φαίνεται τα κουβαδάκια τους και οδηγήθηκαν σε παραλίες λησμονιάς κι ανεμελιάς. Με το ένα χέρι κατειλλημένο απο το μοντέρνο Ι κινητο και το άλλο βρεγμένο απο την υγρασία ενός ποτηριού φρέντο, καθηλωμένοι στις ομπρέλες της κοινής θέας, απολαμβάνουν τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου, ξεσπαθώνοντας με αλκοόλ σε ξύλινα χορευτικά πατάρια ξέφρενων ρυθμών, που καθόλου διαδηλωτικοί δεν ακούγονται.

Οχι όλοι, φυσικά, θα ισχυριστεί κάποιος. Ούτε ένας όμως, ούτε δύο. Αλήθεια, όλοι αυτοί οι περισσότεροι του ενός, πού ψωνίζουν τη διάθεση, το χρόνο, το χρήμα , το χώρο, την άνεση, την δυνατότητα, για μια ζωή που μόνο σε σήριαλ εύκολης ανάλωσης συναντά κανείς; Κι αν πράγματι, όλοι αυτοί είναι μειοψηφία της κοινωνικής ολότητας, η πλειοψηφία που ακριβώς περνά τον χρόνο της, τώρα που τα πεζοδρόμια έχουν σιγήσει; Γιατί εδώ ακριβώς που βρήσκομαι άνθρωπο άλλο δεν συναντώ, παρά μόνο εκείνους με τα πρησμένα πόδια απο την καυτή άμμο και τις ολονύχτιες εξορμήσεις, που τα μάτια τους κρύβουν με μεγάλα τρέντυ γυαλιά ηλίου και με ένα διαφανές άσπρο ριχτάρι προσπαθούν να καλύψουν όσα περίτεχνα τα μαύρα μαγιώ άφησαν απ έξω. Κι αν ακόμη μπορούσαν να επιβεβαιωθούν οι προσωπικές μου στατιστικές για την νεανικότητα τούτων των ξέφρενων ταξιδευτών, απο ποιό αλήθεια βαλάντιο προκύπτει το εισητήριο της καλοκαιρινής ευδαιμονίας; Εκτός πια κι αν στον τόπο μου κατέληξαν συνενοημένα όλα τα παιδιά κι ανήψια διοικητών των ΔΕΚΟ, ή οργανώθηκε εκδρομή της μη κυβερνητικής οργάνωσης ¨μαζί τα φάγαμε¨.

Αναφαίρετο σίγουρα το δικαίωμα στην διασκέδαση και την ηλιοθεραπεία ακόμη και σε εποχές οικονομικής ανέχειας. Λογικό υπόλοιπο της μαθηματικής αφαίρεσης , η μειοψηφία (αν πράγματι είναι τέτοια) που ξέρει να διευρύνει την χαρά στα σκέλια της, παρά την κοινωνική πίεση. Εξ ίσου τότε λογική και συνακόλουθη και η ανοχή σε ¨χρυσά¨ πολιτικά φαινόμενα κοινωνικού συνωστισμού που ολοένα και γιγαντώνονται, όπως και η συμμετοχή άλλοτε θεωρητικών του επικριτισμού, σε διαχειριστικές κυβερνητικές συνιστώσες. Πολύ απλά, το οτι η κοινωνία σήμερα βρήσκεται σε τόση μεγάλη αντίφαση κι αντίθεση, το οτι η παθογένεια της είναι ικανή να παράγει οτιδήποτε, ακόμη και πέρα απο κάθε φαντασία, τίποτα δεν είναι ικανό να προκαλέσει εντύπωση ή να θεωρηθεί εξωπραγματικό. Το πολύ-πολύ, όσοι έμειναν απο την παλιά εκείνη παρέα φοιτητών , να παρακολουθούν απο απόσταση λουόμενους καταμεσίς του καλοκαιριού, όπως η κουκουβάγια καταμεσήμερο. Με τα μάτια ορθάνοιχτα και στο βάθος τίποτα.

Κι αν κάποιος απο την παρέα αυτή απορήσει τι αλήθεια θα προκύψει απο την νεοελληνική αυτή παράσταση ψευδαισθήσεων, τι εναλλακτικό μπορεί να ξεπηδήσει απο ένα ποτήρι παγωμένο καφέ, ή πως το σύστημα μπορεί να ανατραπεί απο εκείνα τα ελάχιστα του τριγώνου μαγιώ, ας μην βιαστεί να κατηγορήσει τον εαυτό του για συντηρητισμό , αλλά να θυμηθεί πως ο κόσμος αυτός ποτέ του δεν άλλαξε απο εκείνους που μπορούσαν να τον αλλάξουν ή δήλωσαν πως θα τον αλλάξουν, αλλά απο εκείνους που αναγκάστηκαν να το πράξουν.