Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

ενα παραθυρο ανοικτο

Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα το άρθρο του Γιώργου Βότση στην προχθεσινή Ελευθεροτυπία (19-4-2010), με θέμα τη τρομολαγνεία της εποχής και των ημερών μας. Στο βασικό πνεύμα του άρθρου αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του δεν γίνεται να μη συμφωνήσει κανείς. Κι επειδή ο Βότσης όλα αυτά τα χρόνια που τον παρακολουθεί κάποιος στα κείμενά του σίγουρα θα συμφωνήσει ότι αν μη τι άλλο έμεινε ασυμβίβαστος, διαφωνών και κριτικός , ίσως του οφείλουμε αυτό που μας δίδαξε, να μπορούμε να διαφωνούμε και να το πράττουμε, ακόμη κι αν θα πρέπει να διαφωνούμε και με τον ίδιο. Και σ ένα σημείο διαφωνώ. Γράφει. Λοιπόν:
¨ Δεν ήταν, βέβαια, 30, αλλά περί τους 150 οι εισβολείς στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ. Και δεν ήταν κουκουλοφόροι. Της καλής χαράς αγόρια και κορίτσια ήταν, με σινιέ τζινάκια και ακριβά ρολόγια τα περισσότερα -και όλα οργισμένα. Λεπτομέρειες...
Επί δύο ώρες μοίραζαν στην Ακαδημίας και προκηρύξεις για «μηδενική ανοχή στην τρομοκρατία κράτους και ΜΜΕ». Μια απ' αυτές καταλήγει: «...Αν κάποιος χρυσοχοΐδης φαντασιώνεται να σκάψει το λάκκο κάθε κοινωνικής αντίστασης, τότε σίγουρα κάποιος πρετεντέρης κρατάει το φτυάρι. Και όπως δεν θα αφήσουμε να παρουσιάζουν τους μπάτσους, φίλους του πολίτη, τους πολιτικούς αθώους, τους εφοπλιστές φιλάνθρωπους, τους μετανάστες εγκληματίες, τους απεργούς παράνομους, έτσι ακριβώς δεν θα αφήσουμε κανέναν αστοιχείωτο τυχάρπαστο να στήνει την καριέρα του προετοιμάζοντας την εξόντωση των συντρόφων μας».
Σιγά, ρε παλληκαρόπουλα. Λίγο κράτει... Ποιοι είσαστε σεις, που «δεν θα αφήσετε» να γίνει το ένα και το άλλο; Αυτόκλητοι δήθεν «αντιεξουσιαστές», που αντιπαραθέτετε στην εξ ορισμού αυταρχική κρατική εξουσία και στην αχαλίνωτη μιντιοκρατία τη δική σας, άλλο τόσο αυθαίρετη, μικροεξουσία του τσαμπουκά και της βίας...
Σιγά το κατόρθωμα, να τρομοκρατείς έναν φουκαρά Σόμπολο, να δέρνεις αντιφρονούντες καθηγητές, να διαλύεις συνελεύσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, να κατεβάζεις βιτρίνες, να λεηλατείς μαγαζιά, να προβοκάρεις με μολότοφ άλλων διαδηλώσεις, να βάζεις εκρηκτικούς μηχανισμούς σε σκουπιδοτενεκέδες, να καταστρέφεις δημόσιο πλούτο στα σχολεία και να στήνεις καρτέρι, με ένα κουμπούρι στο χέρι, σε μπάτσους απαίδευτα παιδαρέλια.
Και φαντασιώνεστε, σοβαρά, ότι όλα αυτά είναι... κοινωνική αντίσταση, της οποίας εσείς αποτελείτε την (ενίοτε και ένοπλη) «πρωτοπορία»; Την οργή σας, εύλογη και δίκαιη σε ένα τέτοιο κράτος, την εκδηλώνετε με τον χείριστο τρόπο: Αντί να ανάβετε στους πολλούς τη φλόγα της αντίστασης, τσοντάρετε και σεις στην τρομοκράτηση των πιο αδύναμων πολιτών, που ζουν ήδη στην ανασφάλεια και τον φόβο, περιμένοντας την επόμενη κατακεφαλιά και δεν ξέρουν πια από πόσους τρομοκράτες και πόσους προστάτες να προφυλαχτούν...¨

Σίγουρα, δεν μιλάω εκ μέρους όλων εκείνων που αποκαλούνται ¨παλληκαρόπουλα¨ και ¨αυτόκλητοι δήθεν αντιεξουσιαστές¨. Δεν υπήρξα ποτέ υπερασπιστής τους για να κερδίσω χρήματα ή λίγο δημοσιότητα , ούτε περνάμε ώρες μαζί πίνοντας μπύρες στο θώκο ¨ της μικροεξουσίας του τσαμπουκά και της βίας¨. Όλοι εκείνοι, σίγουρα έχουν τα επιχειρήματα μα και την λογική να του απαντήσουν. Δεν θα ανατρέξω καν για να αντιλογήσω, στη δική του ιστορία , όχι και τόσο παλαιή ώστε να τη ξεχάσουμε όσοι τον διαβάζουμε χρόνια, τότε που το ίδιο σύστημα και η ίδια εξουσία τον κατηγορούσαν ως εμπνευστή και πατριάρχη αυτών που ¨έστηναν καρτέρι μ ένα κουμπουρι στο χέρι¨. (αλήθεια, σκέφτηκε πριν γράψει το άρθρο του αυτό ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει κι ας μην είναι τίποτα όπως παλιά;)

Μιλάω όμως με τη φωνή εκείνη που ανήκει σε μια γενιά ανθρώπων που χωρίς να έχει ματώσει η ίδια τα ιστορικά της αμπέχονα , χωρίς ιστορικές ετικέτες, φυλακίσεις και εξορίες, διέτρεξε μεγαλώνοντας τη μεταπολίτευση που η δική του γενιά έφτιαξε, είτε συνηγορώντας , είτε αντιπολιτεύοντας την. Τη γενιά εκείνη, τη δική μας , που μέσα σε αυτή είναι και τα δικά του παιδιά, που τώρα καλούμαστε να πληρώσουμε τα χρέη που άλλοι μας κληροδότησαν και είμαστε αναγκασμένοι να μας τρομοκρατούν καθημερινά. Εμάς, που θαυμάσαμε τις δικές τους παρέες που έγραψαν τη δική τους ιστορία και μαζί την ιστορία αυτού του τόπου, ανθρώπους φωτισμένους στα πολιτικά και κοινωνικά νιάτα τους και που λίγα χρόνια μετά, τους αντικρίσαμε να έχουν γίνει εργολάβοι των ονείρων μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τους σκηνοθέτες του πολιτικού και κοινωνικού σκηνικού, για 35 χρόνια που μοίρασαν τους ρόλους και τις θέσεις σε δικούς τους χειροκροτητές. Γαντζωμένοι στις εξουσίες που δημιούργησαν , έπνιξαν κάθε άλλο νεανικό και φρέσκο σκίρτημα κάτω από το ιδιαίτερο βάρος τους. Οι ίδιοι καθόρισαν και τις απολαβές τους για την παλιά επαναστατική ενίοτε προσφορά τους. Τώρα σε σπίτια πολυτελών και περιττών ανέσεων, υπο την επήρεια της ώριμης πια αλαζονείας τους, χαίρονται τη χλιδή που κάποτε πολέμησαν, ίσως γιατί ανήκε στους ¨άλλους¨. Σήμερα, έχοντας στα χέρια τους τη γλύκα μιας πολυτελούς ζωής πνίγουν και τη τελευταία τους πλήξη ή τύψη σε ακριβών ετικετών μπουκάλια ημίγλυκου κρασιού, χειροκροτώντας ο ένας τον άλλον. Ανάμεσά τους, εργολάβοι πραγματικοί και λοιποί επιχειρηματίες, ομοτράπεζοι όχι μόνο στη δημόσια διαφθορά (γι αυτήν πάντα υπάρχει μια παραγραφή), αλλά σε ροτόντες με ακριβά εδέσματα.

Σε όλο αυτό το συνοθύλευμα, δυστυχώς, θα βρει εύκολα κανείς και εκείνους που υπο την αριστερή τους συνείδηση άναψαν ¨στους πολλούς τη φλόγα της αντίστασης¨, χωρίς να πετύχουν και πολλά. Και πιστεύω ότι συμφωνεί και ο ίδιος ο Βότσης κι ας μην έχει σχέση με όλο αυτό.

Επομένως, τα παλληκαρόπουλα αυτά ή της καλής χαράς αγόρια και κορίτσια, με σινιέ τζινάκια και ακριβά ρολόγια τα περισσότερα -και όλα οργισμένα, από πού να έχουν εμπνευστεί, όταν για χρόνια παρατηρούν όλη αυτή την παρα φύση μετάλλαξη; Και γιατί θα πρέπει να εμπνέονται από την αριστερά που ομοτράπεζη σε ευρωπαϊκά φόρα ανησυχεί μήπως και τεθούμε εκτός ζώνης ευρώ; Γιατί να πρέπει να συνταχθούν με τις κοινοβουλευτικές παρατάξεις της αριστεράς, όταν εκείνες δεν μπορούν καν να συνταχθούν από μόνες τους; Πώς να πεισθούν σε έναν αυστηρά και μόνο συνεδριακό λόγο περί οργάνωσης της πάλης, όταν στην ίδια την πάλη σφυρίζουν αδιάφορα, μη προτείνοντας τίποτα περισσότερο από το τίποτα; Σε ποια απεργία να ακολουθήσουν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες , όταν την επόμενη μέρα θα πρέπει να σκύψουν το κεφάλι σε κάθε εργοδοτική επιταγή με την οπισθογράφηση της ίδιας της ΓΣΕΕ;

Οι κοινωνικά αποκλεισμένοι και οι χιλιάδες πλέον άνεργοι που δεν έχουν ακριβά ρολόγια, ούτε καν ένα ευρώ για να πάρουν την εφημερίδα και να διαβάσουν το άρθρο του, όταν βλέπουν τα σπίτια τους να διαλύονται, την οικογένειά τους να μετρά κέρματα για να βγάλει το νοίκι, τον άνεργο αδελφό τους να ψάχνει μια θέση μισής ημιαπασχόλησης , όταν πρέπει οι πιο μικροί να παρατούν τα φροντιστήρια λόγω αδυναμίας πληρωμής για ένα σχολείο που η δική του γενιά έφτιαξε με την φροντιστιριακή αυτή υποδομή, τι άλλο όπλο έχουν για να πολεμήσουν; Και ποια ιδεολογία; Ποιους ηγέτες να ακολουθήσουν; Σε ποιο κοινωνικό πολιτισμό να πιστέψουν; Ποιόν να εμπιστευτούν; Πώς να τους εμπνεύσει ο σεβασμός στον δημόσιο πλούτο και να μην τον καταστρέψουν όταν ο δημόσιος πλούτος κατακερματίστηκε δόλια από αυτούς που τον έφτιαξαν εις βάρος τους; Με ποιο τρόπο να ανάψουν στους πολλούς τη φλόγα της αντίστασης, όταν οι πολλοί που πέρασαν από τους κόλπους της αντίστασης του αντιμετωπίζουν τόσο απαξιωτικά και τους περιθωριοποιούν και ο μοναδικός που τους ακούει είναι ο Λαζόπουλος;

Όταν η αδικία πλημμυρίζει τη ψυχή του ανθρώπου, όταν το στομάχι δεν μπορεί να είναι γεμάτο, όλα επιτρέπονται. Όλα . Εκεί είναι και το χρέος όλων αυτών που κάποτε έδωσαν τη ψυχή και παραλίγο και τη ζωή τους για έναν άλλο κόσμο. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός. Να μπορείς όχι να αποπέμπεις τους κολασμένους που ξεσηκώνονται έστω άκομψα, αλλά να τους δέχεσαι και να τους συμπαραστέκεσαι. Να γίνεσαι εσύ εκείνος που τους καλείς να γίνουν. Ο Βότσης, ο Κοροβέσης και τόσοι άλλοι πρέπει να μπουν μπροστά. Όχι απέναντι , μα μπροστά. Όπως τότε, όπως παλιά. Και θα μπορούσε για παράδειγμα, να καλέσει όλους όσους απέμειναν από τη γενιά αυτή καθαροί και ξάστεροι – ξέρει ποιούς εννοώ- και να μπουν μπροστά. Μπορούσαν τότε που είχανε να χάσουν τα πάντα ακόμη και τη ζωή τους, γιατί δεν μπορούν άραγε τώρα;

Δεν υπάρχει , μάλιστα, κανένας λόγος ανησυχίας. Η τρομοκράτηση των πιο αδύναμων πολιτών, που ζουν ήδη στην ανασφάλεια και τον φόβο, περιμένοντας την επόμενη κατακεφαλιά και δεν ξέρουν πια από πόσους τρομοκράτες και πόσους προστάτες να προφυλαχτούν, είναι εντελώς ασήμαντη και πάντως απειροελάχιστη μπροστά στην τρομοκράτηση από την απειλή της πείνας, της αδικίας και της εξαθλίωσης.

Αν τώρα, απλά, γεννήθηκε η ανάγκη να ξαναμιλήσουμε για την επαναστατική , με ή χωρίς εισαγωγικά, ροπή έστω ενός μικρού κομματιού της κοινωνίας, ας ανατρέξουμε στον ίδιο το Λένιν: Ο Μαρξισμός δεν αποκρούει καμία μορφή πάλης. Αναγνωρίζει ότι ότι μια αλλαγή της κοινωνικής συγκυρίας θα έχει σαν αναπόφευκτη συνέπεια την εμφάνιση νέων μορφών πάλης. Ενώ ο Kautshy εξετάζοντας τις μορφές της κοινωνικής επανάστασης έλεγε ότι η επερχόμενη κρίση θα μας φέρει νέες μορφές πάλης που τώρα δεν μπορούμε να προβλέψουμε.

Ίσως όλα αυτά να αποτελούν λαϊκίστικες κραυγές από αυτές που εκφωνούνται σε φτηνά, όπως λένε, πανηγύρια ¨εξωκοινοβουλευτικών¨ μαζώξεων. Σε αυτές τουλάχιστον, τα λόγια που ακούγονται δεν ζητούν ανταλλάγματα. Ισως γιατί βλέποντας τη ξεπεσμένη γενιά των 60 (αργυρίων), δεν θέλουν, η δική τους μεταπολίτευση να τους βρεί να σβήνουν την ιστορία που οι ίδιοι έγραψαν. Γι αυτό και βάζουν φωτιές στους κάδους αχρήστων του πολιτικού μας πολιτισμού. Από τις φλόγες αυτές , ίσως και να ξεπηδήσει μια νεα μορφή πάλης και αντίστασης, που θα ανοίξει το δρόμο για κάτι πιο καθαρό και πιο ουσιαστικό, αφού πρώτα καούν τα απομεινάρια του ένδοξου συμβιβασμένου μετώπου της υποταγής και της μιζέριας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: