Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Και με το φως του σκοταδιου επιστρεψαμε...




ανοικτη επιστολη σε καποιον  νικο και καποια ελενη





Πάει καιρός από τότε. Που η πόρτα έκλεινε πίσω μου, ξεκλείδωτη, μήπως και κάποτε χρειαστεί επιστρέφοντας, να βρω εύκολα το δρόμο. Ήταν η εποχή που η σιωπή κουρασμένη και κουραστική, ανορθόγραφα γραμμένη με ανάσες καυτές, έπαψε να χωρά μέσα της τα όνειρα για κάτι -πιο- προσωπικό.

Κι ύστερα ήρθαν οι τόποι. Τα ματωμένα χώματα των παππούδων μας, που πάνω τους θελήσαμε με γράμματα λευκά, σε μια μαύρη εποχή, να γράψουμε ένα νέο ξεκίνημα. Κι οι τόποι αυτοί, πλημμυρισμένοι από τα απόνερα του Οδυσσέα, άνοιξαν, μεγάλωσαν, απλουστεύτηκαν, ίσα-ίσα για να χωρέσουν μέσα τους νέους ανθρώπους, συντρόφους, συνταξιδιώτες που στα αμνήμονα χρόνια της κρίσης, βάλθηκαν να ξεπεράσουν τα θλιβερά τους πενθήμερα, αναζητώντας τα φτερά των εφηβικών τους ονειρώξεων. Κι έτσι πέρασε ο καιρός, αγανακτισμένος, δακρυσμένος, συχνά αιματηρός, μα πάντα μάταιος. Γιατί οι υγρές νύχτες που κουβαλούν πάνω τους τα έφηβα γεράκια, γερνούν πάντα μάταια, άσκοπα, ατελέσφορα.

Για μια στιγμή, η παρέα μεγάλωσε. Οι ματιές, σιωπηλά συνθηματικές, έκλειναν πίσω τους μια εποχική συνωμοσία πρόσκαιρων-όπως αποδείχτηκε- εξεγέρσεων. Λόγων, όμως, όχι πράξεων. Παραλείψεων, κανονικών. Λόγια του αέρα, λόγια κοπανιστά, λόγια του κώλου. Στο βάθος, τίποτα. Στον ορίζοντα, κενό. Ένας καθρέφτης μόνο, να στέκεται στη μέση του χρόνου, γελοιοποιώντας το μέλλον πως μοιάζει τόσο πολύ στο παρελθόν. Κι οι άνθρωποι, παντελώς ίδιοι. Ίδιες κοιλιές, ίδια μαλλιά, ίδια πόδια ξαπλωμένα σε μια ξηλωμένη παράγκα κι ας έγραψαν στα τεφτέρια κοινωνικών δικτυώσεων -φωναχτά- πως τους καναπέδες μίσησαν και τις αποστάξεις περιμένουν. Στο πρώτο χτύπημα επαναφοράς, έτρεξαν να δώσουν το ιστορικό τους παρόν, χτίζοντας λερωμένα χαρτονομίσματα βγαλμένα σε πανηγύρια εθελοντισμού, μέσα σε γυψοσανίδες περιωπής. Τα όνειρα των εξεγέρσεων (ξανα-) ξεχάστηκαν. Τα υγρά των ματιών τους στέγνωσαν. Τα συνθήματα στους “τοίχους” σβήστηκαν. Τα δακρυγόνα εξατμίστηκαν στον ανιαρό αέρα των πόλεων. Τα όνειρα, αναζήτησαν μια νοικιαζόμενη ξαπλώστρα σε ξεπουλημένες παραλίες. Το μόνο που έμεινε, ένα κόκκινο άλλοθι σε διαφανείς κάλπες, που περνά ξυστά μα δεν ακουμπά, ούτε ξεσηκώνει την γενική μας μοναξιά. Για την προσωπική μας, ούτε λόγος.

Και ξαναμείναμε, ίδιοι. Κι ας καταργήσαμε τις εγκλίσεις και τις εκκλήσεις, κι ας κυνηγήσαμε τα μεγάλα τα κυνήγια, κι ας βγάλαμε τα βουβά κινήματα περιπολία στους δρόμους και τις σειρήνες των περιπολικών, κι ας ξεμείναμε από λέξεις στην αδιατύπωτη λεξικογραφία της απόγνωσης, πάλι πίσω από τις γρίλλιες επιστρέψαμε, στα περιττά σχήματα που κρύβουν τις σκιές των βράχων και των ποταμιών. Και τα σχήματα αυτά, πότε άλογα τετράγωνα, πότε παράλογοι κύκλοι και πότε ανίερα τρίγωνα, γνωστά-άγνωστα χέρια ζωγράφισαν κάτω από τα πόδια μας, μια νύχτα που πιστέψαμε πως η βροχή τη κιμωλία έσβησε και την ελευθερία έδειξε. Μα που...

Κι έτσι η τάξη του χρόνου, πάντα η ίδια και πάντα τάξη, μας έφερε ξανά εδώ, στα γνωστά λημέρια της σιωπής. Τα τραπεζάκια μαζέψαμε μέσα σε αποθήκες της ψυχής και τα ελεύθερα λαγκάδια αφήσαμε για τις εξορίες της ζωής. Τα κύματα επανέφεραν την αχρωμία τους, οι γλάροι και τα γεράκια την αφωνία τους κι ο δικός μας ο Βράχος, ο Βουβός, σε ένα παγκάκι άφησε την τελευταία του φωνή: Ανδρών επιβλαβών πάσα γη, ΒΡΑΧΟΣ.

Κι επιστρέψαμε..

Δεν υπάρχουν σχόλια: